- οξυρεγμιώ
- ὀξυρεγμιῶ, -ιάω (Α) [οξυρεγμία]υποφέρω από οξυρεγμία, ρεύομαι ξινά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξυρεγμώ — ὀξυρεγμῶ, έω (Α) οξυρεγμιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυρεγμιῶ, κατά τα συνηρημένα σε έω / ῶ] … Dictionary of Greek